χρυσοχόος — χρυσοχόος, ο και χρυσικός, ο ο ειδικός τεχνίτης για την κατεργασία του χρυσού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χρυσόχοος — one who melts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόχοος — one who melts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχόος — χρῡσοχόος , χρυσοχόος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχόοις — χρυσόχοος one who melts masc dat pl χρῡσοχόοις , χρυσοχόος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχόου — χρυσόχοος one who melts masc gen sg χρῡσοχόου , χρυσοχόος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχόους — χρυσόχοος one who melts masc acc pl χρῡσοχόους , χρυσοχόος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχόων — χρυσόχοος one who melts masc gen pl χρῡσοχόων , χρυσοχόος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοχόῳ — χρυσόχοος one who melts masc dat sg χρῡσοχόῳ , χρυσοχόος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσοχόοις — Χρυσόχοος one who melts masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)